Η συζήτηση για τη συμφωνία ΕΕ–Mercosur επανήλθε στο προσκήνιο, με πολλούς παραγωγούς να φοβούνται «κύμα» εισαγωγών βοδινού από τη Νότια Αμερική. Ωστόσο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και την τρέχουσα εξέλιξη του φακέλου, η συμφωνία δεν εφαρμόζεται ακόμη, ενώ η πραγματική αιτία της κάμψης στην ελληνική παραγωγή κρέατος είναι κυρίως εγχώρια.
Πού βρίσκεται η συμφωνία σήμερα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί τη συμφωνία για έγκριση από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πλαισιώνοντάς την με ρήτρες άμεσης δράσης (safeguards) και ενισχυμένη παρακολούθηση «ευαίσθητων» προϊόντων όπως το βόειο και τα πουλερικά. Στόχος είναι, αν καταγραφεί απότομη αύξηση εισαγωγών ή πτώση τιμών, να ενεργοποιούνται ταχείς περιορισμοί.
Η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Mercosur – που συγκροτείται από τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη – θεωρείται μία από τις πιο φιλόδοξες εμπορικές συμφωνίες παγκοσμίως. Στόχος της είναι να μειώσει δραστικά τους δασμούς στις συναλλαγές, με ποσοστά που ξεπερνούν το 90% των αγαθών που ανταλλάσσονται. Στον πυρήνα της συμφωνίας βρίσκεται μια ανταλλαγή που έχει χαρακτηριστεί ως «cows-for-cars»: από τη μια πλευρά, η Ευρώπη ανοίγει την αγορά της για το κρέας, τη ζάχαρη και άλλα αγροτικά προϊόντα της Λατινικής Αμερικής, ενώ από την άλλη κερδίζει σημαντικές μειώσεις δασμών για τις εξαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, μηχανημάτων και φαρμάκων.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η Ευρώπη θα δέχεται ετησίως 99.000 τόνους βόειου κρέατος με μειωμένο δασμό της τάξης του 7,5%, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% της ευρωπαϊκής παραγωγής. Αν και σε πρώτη ανάγνωση οι αριθμοί φαίνονται περιορισμένοι, είναι ήδη σχεδόν οι μισοί από τις τρέχουσες εισαγωγές της ΕΕ από τη Mercosur, οι οποίες το 2024 έφτασαν τους 206.000 τόνους. Παράλληλα, η συμφωνία προβλέπει την εισαγωγή 180.000 τόνων πουλερικών χωρίς δασμούς, καθώς και μικρότερες ποσότητες μελιού, ρυζιού, ζάχαρης και αιθανόλης.
Για να αποφευχθούν οι έντονες αναταράξεις στις ευρωπαϊκές αγορές, έχουν θεσπιστεί μηχανισμοί προστασίας. Οι ποσότητες αυτές θα εισάγονται με συγκεκριμένες ποσοστώσεις, ενώ προβλέπονται ειδικές ρήτρες που επιτρέπουν την επιβολή μέτρων αν παρατηρηθεί πτώση τιμών κάτω από κρίσιμα επίπεδα ή ανεξέλεγκτη αύξηση των εισαγωγών. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, το οποίο λειτουργεί ως “ασφαλιστική δικλείδα” για τη στήριξη των αγροτών σε περίπτωση κρίσης.
Ωστόσο, η συμφωνία δεν παύει να διχάζει. Από τη μια πλευρά, βιομηχανικές δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Ισπανία τη θεωρούν καταλύτη για την ενίσχυση της αυτοκινητοβιομηχανίας τους. Από την άλλη, χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία εκφράζουν έντονη αντίθεση, επικαλούμενες ανησυχίες για τον αθέμιτο ανταγωνισμό που θα δεχθούν οι αγρότες τους. Οι παραγωγοί φοβούνται ότι θα αναγκαστούν να ανταγωνιστούν προϊόντα που προέρχονται από χώρες με χαμηλότερα περιβαλλοντικά και εργασιακά πρότυπα, με λιγότερες απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας και ενίοτε μεθόδους εκτροφής που στην Ευρώπη θεωρούνται μη αποδεκτές, όπως η χρήση ορμονών.
Στο ίδιο μήκος κύματος, περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι η συμφωνία ενδέχεται να εντείνει την αποψίλωση του Αμαζονίου και να αυξήσει την πίεση στην εντατική κτηνοτροφία της Νότιας Αμερικής. Οικολογικοί ακτιβιστές καταγγέλλουν πως η εμπορική αυτή συνεργασία μπορεί να επιταχύνει την καταστροφή ενός κρίσιμου οικοσυστήματος με ανυπολόγιστες συνέπειες για το παγκόσμιο κλίμα.
Σήμερα, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2025, η συμφωνία βρίσκεται στο τελικό στάδιο. Έχει ολοκληρωθεί σε πολιτικό επίπεδο και αναμένει την επισημοποίηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει επιπλέον νομικές εγγυήσεις και μηχανισμούς στήριξης ώστε να κατευνάσει τις αντιδράσεις, με στόχο η συμφωνία να εγκριθεί μέχρι το τέλος του έτους. Το αποτέλεσμα παραμένει αβέβαιο, καθώς ισχυρά αγροτικά λόμπι και περιβαλλοντικές οργανώσεις εξακολουθούν να πιέζουν για τροποποιήσεις ή ακόμη και για την απόρριψη της συμφωνίας.
Τι θα σήμαινε για το βόειο (αν τεθεί σε ισχύ)
Το πλαίσιο είναι συγκεκριμένο: 99.000 τόνοι/έτος με 7,5% δασμό και εσωτερική κατανομή (νωπό/κατεψυγμένο). Η Κομισιόν επιμένει ότι αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% της ετήσιας παραγωγής βοδινού της ΕΕ—ποσότητα που δεν ανατρέπει ισορροπίες από μόνη της.
Η ελληνική εικόνα: στοιχεία που «μιλούν»
Παραγωγή βοδινού: Μείον 4,1% το 2023 (από 42,4 χιλ. τόνους το 2022 σε 40,7 χιλ. τόνους το 2023), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Ζωικό κεφάλαιο βοοειδών: Πτώση –6,8% το 2024 έναντι 2023 (595.153 ζώα από 638.822), επίσης της ΕΛΣΤΑΤ.
Αυτάρκεια & εισαγωγές: Η Ελλάδα παράγει περί τους ~30 χιλ. τόνους βοδινού (2023) ενώ οι εισαγωγές (νωπό/κατεψυγμένο) φτάνουν περίπου τους ~123,5 χιλ. τόνους· το ισοζύγιο είναι διαχρονικά ελλειμματικό. (Κλαδική αποτύπωση/συγκεντρωτικά στοιχεία)
Αιγοπρόβειο: Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών αιγοπρόβειου στην ΕΕ· το 2023 κάλυπτε ~11,6% της παραγωγής πρόβειου κρέατος στην ΕΕ.
Τι πραγματικά πιέζει τους Έλληνες κτηνοτρόφους
Κόστος παραγωγής (ζωοτροφές, ενέργεια, επιτόκια): εκτίναξη μετά το 2021–2022, που έπληξε έντονα τα περιθώρια, ειδικά στις μικρομεσαίες εκτροφές. (Συνολική ευρωπαϊκή τάση πτώσης ζωικού κεφαλαίου το 2024).
Διαρθρωτικά προβλήματα: Μικρό μέσο μέγεθος μονάδας, επενδυτικό κενό, περιορισμένη καθετοποίηση/συμβολαιακή κτηνοτροφία.
Εξάρτηση από εισαγωγές: Το ελληνικό «ράφι» για το βόειο στηρίζεται χρόνια σε εισαγωγές· η υποχώρηση εγχώριου ζωικού κεφαλαίου βαθαίνει την εξάρτηση.
Κλιματικοί/υγειονομικοί κίνδυνοι: Ακραία καιρικά φαινόμενα (π.χ. 2023) και ζωονόσοι πιέζουν τη βιωσιμότητα κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Η μείωση της παραγωγής κρέατος στην Ελλάδα είναι πραγματική, αλλά δεν οφείλεται στη συμφωνία ΕΕ–Mercosur (που ακόμη δεν εφαρμόζεται). Οι αιτίες είναι κυρίως εγχώριες (κόστος, δομή κλάδου, επενδύσεις, κλίμα). Αν/όταν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία, υπάρχουν ποσόστωση–δασμοί και δικλείδες για να εμποδιστούν διαταραχές στην αγορά.
Η εικόνα της ελληνικής κτηνοτροφίας τα τελευταία χρόνια καταγράφει μια σαφή υποχώρηση, ιδιαίτερα στον τομέα του βοδινού κρέατος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η παραγωγή βοδινού μειώθηκε κατά 4,1% το 2023 σε σχέση με το 2022, φτάνοντας τους 40,7 χιλιάδες τόνους. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται και στον αριθμό των ζώων: το 2024 καταγράφηκε πτώση κατά 6,8% στο ζωικό κεφάλαιο βοοειδών, με τον πληθυσμό να περιορίζεται στις 595.153 κεφαλές, από 638.822 το προηγούμενο έτος. Η μείωση αυτή συνδέεται άμεσα με το υψηλό κόστος παραγωγής και τις πιέσεις που δέχονται οι μονάδες πάχυνσης.
Το εμπορικό ισοζύγιο αναδεικνύει ακόμη πιο έντονα τη δομική αδυναμία. Η Ελλάδα εισάγει περίπου 123,5 χιλιάδες τόνους βοδινού κρέατος ετησίως, τη στιγμή που η εγχώρια παραγωγή περιορίζεται σε περίπου 30 χιλιάδες τόνους. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα βασίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγωγές για να καλύψει τη ζήτηση, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών και στις εξελίξεις των εμπορικών συμφωνιών.
Οι κίνδυνοι για την περίοδο 2025–2027 είναι πολλοί και αφορούν τόσο την οικονομική όσο και τη διαρθρωτική διάσταση του κλάδου. Αν το κόστος των ζωοτροφών και της ενέργειας παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, είναι πιθανό να σημειωθεί περαιτέρω συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου. Η Ευρώπη συνολικά ακολουθεί πτωτική τάση στον αριθμό των βοοειδών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μέρος μιας ευρύτερης τάσης. Παράλληλα, η εγχώρια παραγωγή κινδυνεύει να χάσει ακόμη περισσότερο σε ανταγωνιστικότητα έναντι χωρών που διαθέτουν μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις και πιο καθετοποιημένα συστήματα παραγωγής. Ένας επιπλέον παράγοντας ανησυχίας είναι η συμφωνία ΕΕ–Mercosur: αν τεθεί σε ισχύ χωρίς να υπάρξουν γρήγορες εθνικές αντισταθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί προσωρινή ανισορροπία στην αγορά.
Απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους, υπάρχουν ρεαλιστικά και άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την ελληνική κτηνοτροφία. Η στοχευμένη επιδότηση των ζωοτροφών και της ενέργειας για τις μονάδες πάχυνσης, με συγκεκριμένα όρια και κριτήρια απόδοσης, θα μπορούσε να περιορίσει τις πιέσεις στο κόστος. Η ανάπτυξη της συμβολαιακής κτηνοτροφίας με σφαγεία και λιανεμπόριο θα εξασφάλιζε σταθερότητα στις τιμές που λαμβάνει ο παραγωγός, αλλά και πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε αναπαραγωγικά προγράμματα και γενετικό υλικό είναι κρίσιμες για να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενους μόσχους.
Η καθιέρωση συστημάτων ιχνηλασιμότητας και σήμανσης με την ένδειξη «Ελληνικό Βόειο – εκτροφή/πάχυνση στην Ελλάδα» θα μπορούσε να δώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν, επιτρέποντας την τοποθέτησή του σε πιο premium αγορές. Τέλος, η γρήγορη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών «δικλείδων ασφαλείας», που προβλέπονται στη συμφωνία ΕΕ–Mercosur, μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός μηχανισμός: η συστηματική συλλογή δεδομένων για τιμές και όγκους θα επιτρέψει στη χώρα να είναι έτοιμη να ενεργοποιήσει παρεμβάσεις αν παρατηρηθούν διαταραχές στην αγορά.
Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κτηνοτροφία μπορεί να αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι στις διεθνείς εξελίξεις, να ενισχύσει την αυτάρκειά της και να στηρίξει το εισόδημα των παραγωγών της, χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά από τις διεθνείς αγορές.